- καμασήνες
- καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)1. ονομασία των ψαριών2. είδος ψαριών.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπα-σος, πέτα-σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ].
Dictionary of Greek. 2013.